- μαγνήτινος
- μαγνήτινος, -ίνη, -ον (Α) [μαγνήτης]κατασκευασμένος από μαγνήτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μαγνητίνην — Μαγνήτινος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek